οι φίλοι μου όλοι

ΤΡΕΛΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟΙ, ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.

Thursday, March 26, 2009

Αλλαγή σκηνικού.
Επιστροφή στα ίδια και τα ίδια...

Friday, February 06, 2009

Los objetos perdidos

Las niñas se encontraban en el dormitorio de los padres jugando en la cama grande, mientras que la madre les contaba cómo había aprendido a bordar cuando joven. En ese mismo instante estaba bordando en su mecedora y solo una de las dos chiquillas, la menor, le prestaba atención. Había levantado los ojos de la página que estaba coloreando y, la mirada fija en la madre, oía ensimismada cómo la mujer más impaciente del pueblo le había amargado todas las tardes de aquel verano tan lejano. La mayor, absorta en su puzzle, se preguntaba dónde podría estar la patita del ratoncillo, la única pieza que le faltaba. La había buscado durante toda la mañana, pero sin resultado alguno.

Eran las nueve pasadas y el padre todavía no había vuelto. Aparte de la voz suave de la madre no se oía nada más en la casa, excepto algún que otro leve crujir procedente del parqué resentido por los años y el uso. Aquel era un parqué muy interesante: cambiaba de color y brillo, dependiendo de la luz y la época del año. Las niñas a menudo pasaban largas horas fijándose en las aguas de la madera e imaginando dragones, caballos y ojos turbadores. De hecho, parecía que todos esos seres fantásticos iban y venían sin orden ni lógica; un dragoncito que normalmente se encontraba en la pata derecha del cabecero de la cama de la mayor, había desaparecido hacía dos días aproximadamente. Ahora en su sitio no se veía más que uno de esos ojos odiosos que siempre se ven en todas las maderas. Una vez el padre les había contado que marcaba el sitio donde una ramita había nacido y después había sido cortada para que el árbol pudiese crecer más alto. Pero porqué el parqué de su casa tenía tantísimos ojos, el padre no lo supo explicar. ¿Tendrá memoria la madera?

En la tranquila habitación la historia se había terminado y la hora de acostarse, el peor momento del día, amenazaba la felicidad de las niñas. Un crujido mucho más fuerte que los anteriores interrumpió los pensamientos de la madre. ¡Esta casa y sus ruidos! Cuánto la asustaban de recién casada las tardes solitarias que su marido le imponía… Miró ansiosa a las niñas, pero ellas seguían imperturbables y les dirigió una sonrisa de agradecimiento. Volvió a su labor de aguja solo para levantar la cabeza un poquito más tarde, decidida ya a mandarlas a la cama. Pero la expresión en el rostro de la mayor la detuvo. La carita pálida y los ojos abiertos de par en par y fijos en la puerta entornada del dormitorio la hicieron desviar involuntariamente la vista hacia allí. No había nadie pero el terror sin articular de su hija la hizo estremecer. « ¡Mami, mami, mami!», exclamó la criatura. Se lanzó a sus pies, abrazándolos fuerte con manitas temblorosas y escondió la cabeza en la falda.

― ¿Pero, qué te pasa, pequeña?

― ¡Mami, hay un pie en la puerta!

― No, no hay nada.

― ¡Sí que lo hay!

― Yo no veo nada, mami, dijo la menor.

― ¿Ves que tonta eres? No tengas miedo, que aquí no hay nadie más que tu hermana, tú y yo.

― ¡Pero yo lo he visto! Era un pie con un zapato de esparto y ¡no se movía!

― Bueno, no pasa nada si lo has visto. A lo mejor ya no está; levanta la cabeza y echa un vistazo.

Y ella, valiente, levantó la cabeza solo para volver a esconderla rápidamente, llorando ahora de manera histérica. El olor del miedo se expandió en la habitación y la madre dudó. Pensó en el ruido que había oído antes, en su marido que no estaba y en esta casa vieja y grande, donde nunca se había sentido a salvo. Llamó a la otra niña y la incluyó en su abrazo. Pero ella se resistió, declarando con aplomo que no temía nada. Con estas palabras se deshizo del abrazo y se dirigió con paso firme a la puerta, abriéndola del todo. La madre cerró los ojos y cuando los abrió un momento más tarde la niña ya no se veía por ninguna parte. Hizo callar a su hija mayor y logró distinguir unos pasos recorriendo la casa entera. El suspense no duró mucho. La chiquilla regresó triunfante enarbolando como bandera el «pie» y riéndose de su hermana.

― El único pie que he visto yo es esta pieza de tu puzzle; estaba justo a la entrada de la habitación, allí, ¿ves? encima de este ojo en el parqué; ¡y por eso no la habías encontrado antes!

La hermana mayor se levantó con el semblante muy serio y cogiendo la pieza la encajó en su puzzle. La madre le preguntó con la mirada y la niña respondió con voz temblorosa:

― ¿Acaso has perdido algo últimamente, madre?

Monday, November 19, 2007

η σκόνη

Κάθε φορά που σκεφτόταν το πατρικό της, ανάμεσα στις σκόρπιες αναμνήσεις η κυρίαρχη δεν ήταν ούτε η πάντοτε ζεστή κουζίνα, ούτε το φως όπως έπεφτε στο πάτωμα φιλτραρισμένο από τα φύλλα της καρυδιάς, μήτε η μυρωδιά από κρεμμύδι στα σκασμένα χέρια της μάνας. Θα μπορούσαν να είναι τα ατέλειωτα παιχνίδια με την αδερφή της, αλλά όχι. Οι κούνιες στο πάρκο, τα ποδήλατα και οι κούκλες δεν ήταν παρά χάρες στους μεγάλους, που έτσι την κοιτούσαν λιγότερο περίεργα. Τί ανόητοι οι εκείνοι οι μεγάλοι, να νομίζουν ότι, απλώς και μόνο επειδή κάποιος είναι μικρός, είναι και κουφός. Πιστεύανε δηλαδή ότι δεν καταλάβαινε τίποτα έτσι όπως την κοιτούσαν και ψιθυρίζανε ανήσυχοι;
Τη φαντασία της τη βασάνιζε το δωμάτιο με τα πράγματα του πάτερα : τα ρούχα του, τα βιβλία βοτανικής που διάβαζε, τα καπέλα του και τα ρολόγια του, όλα στοιβαγμένα σε ένα τραπέζι και μια μικρή ντουλάπα. Το δωμάτιο, πάντοτε σκοτεινό και κρύο, όσο αφιλόξενο και να έμοιαζε, την καλούσε. Η κλειστή πόρτα, τα κουφωτά παράθυρα, η τραβηγμένη κουρτίνα, αντί να εμποδίζουν ενίσχυαν την περιέργεια. Πάνω από όλα όμως, τα γυαλιά του ήταν που την κάνανε να ονειροπολεί. Ήταν γυαλιά εντελώς κοινά, ίδια με εκείνα που χρησιμοποιούσαν όλοι εκείνη την εποχή. Μαύρος, κοκκάλινος, χοντροφτιαγμένος, βαρύς ο σκελετός. Και οι φακοί σαν πάτοι μπουκαλιού, από αυτούς που παραμορφώνουν εντελώς το βλέμμα. Για να μη μιλήσει για τη ζαλάδα που την έπιανε κάθε φορά που δοκίμαζε να δει τον κόσμο όπως εκέινος. Πάλι καλά που σύντομα γλιστρούσε το βάρος τους στη μύτη της κι έτσι το μαρτύριο τελείωνε.
Τα γυαλιά ανήκαν στον πατέρα. Η μάλλον στη σκιά που εκείνος έριχνε στο σπίτι. Γιατί εκείνη ποτέ της δεν τον είδε. Κανένας από τους μεγάλους δε μιλούσε γι'αυτόν. Φωτογραφίες του δεν υπήρχαν πουθενά. Μοναχά στο παλιό κουτί από μπισκότα που φύλαγε η μάνα πορτραίτα πεθαμένων μακρυνών συγγενών είχε βρει κάποιες φωτογραφίες που μοιάζανε παράξενα ακρωτηριασμένες. Αν τις κοιτούσες πιο προσεκτικά διέκρινες ενα παπούτσι ή ένα χέρι που φαινομενικά δεν ανήκε σε κανέναν. Το χέρι με το ψαλίδι δεν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό με τις λεπτομέρειες φαίνεται. Παρόλα αυτά, πουθενά, ούτε σε μία γωνίτσα δεν είχε καταφέρει να διακρίνει το πρόσωπο πίσω από τα γυαλιά. Δεν ήταν ότι ήθελε να τον έχει γνωρίσει. Όποιος έχει αυτιά δεν κάνει χαζές ευχές. Ήθελε μόνο να δώσει μια όψη, με σάρκα και οστά, στη σκιά εκείνη. Ήθελε μην είναι αναγκασμένη να ξυπνά κάθε βράδυ από τους εφιάλτες με μυωπικά τέρατα που απειλούσαν να την κατακεραυνώσουν με τα τρομακτικά τους μάτια. Και, τέλος, ήθελε να πάψουν πια όλοι να λένε πόσο του μοιάζει. Να μη κλείνει με αποστροφή η μάνα της τα μάτια όταν την καληνυχτίζει με ένα φιλί στο μέτωπο.

Sunday, June 10, 2007

carne de funcionario

...ειμαι πλεον και επισημως...
θα αρχισω να χορευω κλακετες μου φαινεται!!!

Friday, June 01, 2007

Thursday, May 31, 2007


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑ (το επισημο κειμενο)


«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)

«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...» (Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα. Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007.
Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:

* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ

.* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.


Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων (Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").

Friday, May 11, 2007

εξαιτίας σου


...έφυγα ξέρεις. Η ανόητη. Που να φανταστώ ότι θα σε κουβαλούσα μέσα μου κι ότι η μνήμη και τα χιλιόμετρα έχουν την τάση να αυξάνονται αναλογικά. Δηλαδή σχεδόν. Πάντως ξεπερνούν τυχόν δυσκολίες με άνεση αγριάδας. Μάταια προσπαθεί ο πατέρας μου να απαλλαγεί από δαύτη χρόνια τώρα. Ε, σειρά μου.


Φυσικά δε θα το μάθεις ποτέ. Δε σου αξίξει. Ξαναφτίαχνω τη ζωή μου, παίρνω το χρόνο μου και όταν δεν μπορώ να αδιαφορήσω άλλο και πνίγομαι έχω πλέον τόσους τρόπους για να χαμογελάσω. Μόνο αυτή η ρυτίδα στο μέτωπο δε λέει να φύγει από τότε. Και όσο μένω μακριά απο το χώμα μου νιώθω τους χυμούς μου να στερεύουν.


Την αγάπη μου που εσύ δεν φρόντισες εγώ την χάρισα σε χέρια άξια.

Πλέον δε βλέπω εφιάλτες όπως τότε.

Το τίμημα το πληρώνω, μεχρι στιγμής τουλάχιστον, με το κεφάλι ψηλά.

Κανείς δε θα το υποπτευτεί ποτέ.

Wednesday, March 07, 2007

Ολλανδικό πράσινο


Το πράσινο εκείνο που στην Ελλάδα έβλεπα μόνο την άνοιξη κι εδώ σχεδόν ποτέ.

Πρώτα ξεκούρασε τα μάτια μου. Μετά πήγε πιο βαθιά.